- διξάς
- διξά̱ς , διξόςfem acc plδιξά̱ς , δισσόςtwofoldfem acc pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διξάς — διξᾱς, ο (Α) χάλκινο σικελικό νόμισμα ίσο προς το τέταρτο τού οβολού … Dictionary of Greek